κοκυαι

κοκυαι
    κοκύαι
    -ῶν οἱ деды, предки Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κοκυαι" в других словарях:

  • κοκύαι — ancestors masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκύα — κοκύαι και μτγν. γρφ. κοκκύαι, οἱ (Α) οἱ πρόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. κοκκύαι (με 2 κ) οφείλεται πιθ. σε εκφραστικό αναδιπλασιασμό] …   Dictionary of Greek

  • κοκύῃσι — κοκύαι ancestors masc dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κοκκύας — κοκκύας, ὁ (Α) (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «κοκκύας ὁ πρόγονος ἔστι δὲ ἰωνικὴ ἡ λέξις σημαίνει δὲ τοὺς ἤδη κεκομμένους». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κοκύαι] …   Dictionary of Greek

  • κοκύας — κοκύᾱς , κοκύαι ancestors masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»